- οθέων
- ὀθέων (Α)(κατά τον Ησύχ.) «φροντίζων».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. ὄθομαι* «φροντίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀθέων — ὀθέω pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)